ψηλωσιά

ψηλωσιά
η
1. ύψος.
2. ψήλωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψηλωσιά — η, Ν 1. το ψήλωμα 2. οικοδόμηση, το να υψώνονται οι τοίχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψηλωσ τού ψηλώνω (πρβλ. αόρ. ψήλωσα) + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • αστραποκαμένος — η, ο αυτός που κάηκε από κεραυνό (κυριολ. και μτφ): Στην ψηλωσιά εκείνη αρκετά έλατα ήταν αστραποκαμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”